- χλωριώ
- -άω, Αωχριώ, χλομιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός + κατάλ. -ιῶ/-ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια ή σωματική κατάσταση (πρβλ. ὠχρ-ιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλωρίαση — Oνομάζεται και χλώρωση. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το νόσημα που σχετίζεται με τη διαταραχή των διεργασιών στη χρησιμοποίηση του σιδήρου από τον οργανισμό. Η χ. συγκαταλέγεται στην ομάδα των αναιμιών, που οφείλονται στην έλλειψη σιδήρου. * *… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek